- απαρτώ
- ἀπαρτῶ (-άω) (Α) [αρτώ]1. εξαρτώ, κρεμώ2. στραγγαλίζω, απαγχονίζω3. αποσπώ, αποχωρίζω4. μτφ. εξαρτώ κάτι από κάπου5. (αμτβ. ενεργ.) φεύγω, απομακρύνομαι, αποχωρώ6. (για πέτρα σε σφεντόνα) αιωρούμαι, ταλαντεύομαι ελεύθερα7. (για λόγους) είμαι ασύμφωνος, αντίθετος8. παθ. κρέμομαι χαλαρά.
Dictionary of Greek. 2013.